- θερμιδομετρικός
- η , ό[ν] калориметрический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θερμιδομετρικός — ή, ό [θερμιδομετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμιδομετρία («θερμιδομετρικός όλμος» ερμητικά κλειστό μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιείται στη θερμιδομετρία για τη μέτρηση τής θερμότητας καύσης) … Dictionary of Greek