θερμιδομετρικός

θερμιδομετρικός
η , ό[ν] калориметрический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θερμιδομετρικός" в других словарях:

  • θερμιδομετρικός — ή, ό [θερμιδομετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμιδομετρία («θερμιδομετρικός όλμος» ερμητικά κλειστό μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιείται στη θερμιδομετρία για τη μέτρηση τής θερμότητας καύσης) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»